κουφίζω

κουφίζω
(I)
[κουφός]
είμαι λίγο κουφός, βαριακούω.
————————
(II)
κουφίζω (AM) [κουφός (Ι)]
1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω, εγείρω (α. «ἀσπίδ' ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων», Ευρ.
β. «ἥ τε τοῡ πτεροῡ φύσις, ᾧ ψυχή κουφίζεται», Πλάτ.)
2. παρέχω ανακούφιση, ξελαφρώνω, ελαφρύνω, καταπραΰνω («τὸ πάθος ἐκούφισε τοῡ βασιλέως», Πλούτ.)
3. αφαιρώ κάτι
4. παθ. κουφίζομαι
(για φωνήεν ή δίφθογγο) εκθλίβομαι («βραχέα φωνήεντα ἐκθλίβονται ἤτοι κουφίζονται», Ευστ.)
μσν.
(σχετικά με αφορισμό) συγχωρώ
αρχ.
1. είμαι ελαφρός
2. κάνω κάτι ελαφρότερο, ελαφρύνω («τὸ κενὸν ἐμπεριλαμβανόμενον κουφίζει τὰ σώματα», Αριστοτ.)
3. ελαφρύνω, απαλλάσσω από βάρος (α. «ὄχλου πλήθους τε κουφίσειε μητέρα χθόνα», Ευρ.
β. «κουφισθεισῶν τῶν νεῶν», Πολ.)
4. (σχετικά με νόσο) αισθάνομαι ανακούφιση
5. ανακουφίζω κάποιον από οικονομικό βάρος («χρήματα συνήγαγον ἐκ τῶν λαφύρων βουλόμενοι κουφίσαι τὸν δῆμον τῶν εἰσφορῶν», Διόδ.)
6. (σχετικά με νόσο) μετριάζω την ταλαιπωρία («ἱδρῶτες πολλοί... κουφίζοντες οὐδέν», Ιπποκρ.)
7. (σχετικά με χρέη) εξαλείφω, διαγράφω
8. φρ. α) «ἅλμα κουφιῶ» — αναπηδώ ελαφρά (Σοφ.)
β) «ὑπὲρ πυρᾱς δύστηνον αἰώρημα κουφίζω» — προσπαθώ να κάνω ελαφρότερο το ολέθριο τίναγμά μου πάνω από τη φωτιά (Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουφίζω — to be light pres subj act 1st sg κουφίζω to be light pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφίζεσθε — κουφίζω to be light pres imperat mp 2nd pl κουφίζω to be light pres ind mp 2nd pl κουφίζω to be light imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφίζῃ — κουφίζω to be light pres subj mp 2nd sg κουφίζω to be light pres ind mp 2nd sg κουφίζω to be light pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφίσουσιν — κουφίζω to be light aor subj act 3rd pl (epic) κουφίζω to be light fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κουφίζω to be light fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφίσω — κουφίζω to be light aor subj act 1st sg κουφίζω to be light fut ind act 1st sg κουφίζω to be light aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκούφικε — κουφίζω to be light perf imperat act 2nd sg κουφίζω to be light perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκούφικεν — κουφίζω to be light perf ind act 3rd sg κουφίζω to be light plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφιεῖ — κουφίζω to be light fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) κουφίζω to be light fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφιζομένων — κουφίζω to be light pres part mp fem gen pl κουφίζω to be light pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφιζόμεθα — κουφίζω to be light pres ind mp 1st pl κουφίζω to be light imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”